- ἱππιατρικῶν
- ἱππιατρικόςveterinary surgeonfem gen plἱππιατρικόςveterinary surgeonmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Hippiatrica — Pferd bekommt Durchfallarznei (Abschrift aus dem 14. Jh.) Hippiatrica (griechisch wörtlich: „Pferdemedizinische [Schriften]“) ist der Titel, den die modernen Herausgeber und Übersetzer dem Hauptmonument altgriechischer pferdemedizinischer… … Deutsch Wikipedia
ιππιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἱππιατρικός, ή, όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική κλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που… … Dictionary of Greek